κρημνογράφος

κρημνογράφος
κρημνο-γράφος, in hochtrabenden Worten schreibend

Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κρημνογράφος — κρημνογράφος, ὁ (Α) αυτός που γράφει κομπορρήμονες λόγους ή, κατ άλλη ερμ., αυτός που μιλά με τραχύτητα ή με αδεξιότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρημνός + γράφος*] …   Dictionary of Greek

  • -γραφος — β συνθετικό μεγάλου αριθμού συνθέτων τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής, το οποίο προήλθε είτε από το ουσ. γραφή* είτε απευθείας από το ρ. γράφω*. Από τα σύνθετα αυτά, 250 περίπου είναι της αρχαίας γλώσσας, από τα οποία κανένα δεν απαντά …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”